- ἀνέραμαι
- ἀνέραμαι, [tense] aor. ἀνηράσθην,A love again, love anew, c. gen., And. 1.127, and perh. X.Mem.3.5.7 (cj.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανέραμαι — ἀνέραμαι (κ. ἀνεράομαι) (Α) [έραμαι] ξαναγαπώ … Dictionary of Greek
ἀνερασθῆναι — ἀνέραμαι love again aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερώμεθα — ἀνέραμαι love again pres subj mp 1st pl ἀνέρομαι aor subj mid 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηράσασθε — ἀνέραμαι love again aor ind mid 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηράσθη — ἀνέραμαι love again aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έραμαι — ἔραμαι (Α) 1. νιώθω ερωτική επιθυμία («ἠράσθη τῆς ἑωυτοῡ γυναικός», Ηρόδ.) 2. επιθυμώ υπερβολικά κάτι («ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου», Ομ. Ιλ.) 3. επιθυμώ πολύ («ἀνδρῶν τυράννων κῆδος ἠράσθη λαβεῑν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το ρ. έραμαι όσο και ο ιων … Dictionary of Greek
ἀνέρα — ἀνέρᾱ , ἀνέραμαι love again pres imperat mp 2nd sg (doric aeolic) ἀνήρ nar masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήραντο — ἀνή̱ραντο , ἀναίρω raise aor ind mid 3rd pl (attic epic ionic) ἀνέραμαι love again imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήρατο — ἀναίρω raise plup ind mp 3rd pl (epic) ἀνή̱ρατο , ἀναίρω raise aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic) ἀνέραμαι love again imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)